Όπως ήδη έχει ειπωθεί, η αποψινή εκδήλωση γίνεται με αφορμή την επέτειο της νίκης της Κουβανικής Επανάστασης το Γενάρη του 1959, γιορτάζουμε επίσης τα δυο χρόνια από την απελευθέρωση των "Πέντε Κουβανών", ενώ παράλληλα θυμόμαστε και τιμούμε την επέτειο της γέννησης –σαν χτες– του Χοσέ Μαρτί, εθνικού ήρωα της Κούβας, ψυχή του αγώνα του Κουβανικού λαού για την ανεξαρτησία από την Ισπανία.
Αυτή η παρέμβαση έχει την αποστολή να πραγματευτεί κυρίως το θέμα των «Πέντε κουβανών», και παράλληλα να προαναγγείλει την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου, που μέσα από συνεντεύξεις τους και άλλα ντοκουμέντα, αναφέρεται στις εμπειρίες τους μέσα στο δικαστικό σύστημα και τις φυλακές των ΗΠΑ.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «Πέντε»;
στην Κούβα είναι γνωστοί ως "οι πέντε ήρωες"
στο συμπαραστάτες τους στο εξωτερικό ως ή οι «Πέντε Κουβανοί Αγωνιστές», οι «Πέντε Κουβανοί Μαχητές», «Πέντε Κουβανοί Πατριώτες» ή απλά ως οι «Πέντε Κουβανοί»
από τον πιο “αμερόληπτο” Τύπο συνήθως αναφέρονται ως οι «Πέντε του Μαϊάμι»
ενώ από τους εχθρούς τους ως "οι κατάσκοποι του Κάστρο".
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο πρόεδρος του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου, συναγωνιστής Νίκος Καρανδρέας, πριν 4,5 χρόνια στον πρόλογο του προηγούμενου βιβλίου για τους «Πέντε», και πάλι από τις εκδόσεις «Διεθνές Βήμα», που παραμένει επίκαιρο και διαθέσιμο:
«Εδώ και σχεδόν 14 χρόνια, από τις 12 Σεπτέμβρη του 1998, οι πέντε κουβανοί πατριώτες, Χεράρδο Φερνάντες, Ρενέ Γκονζάλες, Ραμόν Λαμπανινο, Φερνάντο Γκονζάλες και Αντόνιο Γκερέρο, παραμένουν δέσμιοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Το “έγκλημα” τους είναι ότι συγκέντρωσαν στοιχεία που έφεραν στο φως τις τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στην Κούβα που σχεδιάζονται και οργανώνονται στο έδαφος των ΗΠΑ με την ανοχή και την υποστήριξη του επίσημου κράτους.
Τέτοιες τρομοκρατικές επιθέσεις, δολιοφθορές και άλλες εγκληματικές πράξεις εκτελεσμένες από αντεπαναστατικές αντικοινωνικές οργανώσεις που δρουν στο Μαϊάμι με τη συνεργασία της CIA και του FBI έχουν στοιχίσει τη ζωή σε 3.500 περίπου ανθρώπους μέχρι στιγμής, έχουν αφήσει χιλιάδες άλλους ανάπηρους και έχουν προκαλέσει σημαντικές ζημιές στην οικονομία του νησιού…»
Πρόκειται λοιπόν για πέντε κουβανούς, που εθελοντικά επέλεξαν να βρεθούν "στα σπλάχνα του τέρατος" όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο Μαρτί για τη ζωή του στις ΗΠΑ, έναν αιώνα νωρίτερα. Πήγαν να ζήσουν στις ΗΠΑ προκειμένου να παρακολουθούν τις εγκληματικές ενέργειες του συνονθυλεύματος της κουβανικής μαφίας και των αντεπαναστατικών οργανώσεων, που από δεκαετίες δρουν, όχι απλώς ανενόχλητοι από το κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, αλλά και με την στήριξη και καθοδήγηση τους.
Στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα στο Μαϊάμι, και ευρύτερα στην πολιτεία της Φλόριδα, ζουν εκατοντάδες χιλιάδες κουβανοί, αρκετοί από αυτούς πλέον πολίτες των ΗΠΑ, πολλοί από αυτούς μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς. Είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε (όπως συχνά-πυκνά μας θυμίζουν οι συναγωνιστές από την Κούβα) ότι οι αντεπαναστάτες σε αυτόν τον πληθυσμό αποτελούν μειοψηφία.
Πώς προέκυψαν, λοιπόν, αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες Κουβανοί στις ΗΠΑ;
Καταρχάς, μετανάστευση στις ΗΠΑ υπήρχε και πριν την Επανάσταση, και φυσικά δε μιλάμε μόνο για το Μαρτί που αναφέρθηκε ήδη, αλλά για χιλιάδες Κουβανούς.
ενώ από τους εχθρούς τους ως "οι κατάσκοποι του Κάστρο".
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο πρόεδρος του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου, συναγωνιστής Νίκος Καρανδρέας, πριν 4,5 χρόνια στον πρόλογο του προηγούμενου βιβλίου για τους «Πέντε», και πάλι από τις εκδόσεις «Διεθνές Βήμα», που παραμένει επίκαιρο και διαθέσιμο:
«Εδώ και σχεδόν 14 χρόνια, από τις 12 Σεπτέμβρη του 1998, οι πέντε κουβανοί πατριώτες, Χεράρδο Φερνάντες, Ρενέ Γκονζάλες, Ραμόν Λαμπανινο, Φερνάντο Γκονζάλες και Αντόνιο Γκερέρο, παραμένουν δέσμιοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Το “έγκλημα” τους είναι ότι συγκέντρωσαν στοιχεία που έφεραν στο φως τις τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στην Κούβα που σχεδιάζονται και οργανώνονται στο έδαφος των ΗΠΑ με την ανοχή και την υποστήριξη του επίσημου κράτους.
Τέτοιες τρομοκρατικές επιθέσεις, δολιοφθορές και άλλες εγκληματικές πράξεις εκτελεσμένες από αντεπαναστατικές αντικοινωνικές οργανώσεις που δρουν στο Μαϊάμι με τη συνεργασία της CIA και του FBI έχουν στοιχίσει τη ζωή σε 3.500 περίπου ανθρώπους μέχρι στιγμής, έχουν αφήσει χιλιάδες άλλους ανάπηρους και έχουν προκαλέσει σημαντικές ζημιές στην οικονομία του νησιού…»
Πρόκειται λοιπόν για πέντε κουβανούς, που εθελοντικά επέλεξαν να βρεθούν "στα σπλάχνα του τέρατος" όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο Μαρτί για τη ζωή του στις ΗΠΑ, έναν αιώνα νωρίτερα. Πήγαν να ζήσουν στις ΗΠΑ προκειμένου να παρακολουθούν τις εγκληματικές ενέργειες του συνονθυλεύματος της κουβανικής μαφίας και των αντεπαναστατικών οργανώσεων, που από δεκαετίες δρουν, όχι απλώς ανενόχλητοι από το κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, αλλά και με την στήριξη και καθοδήγηση τους.
Στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα στο Μαϊάμι, και ευρύτερα στην πολιτεία της Φλόριδα, ζουν εκατοντάδες χιλιάδες κουβανοί, αρκετοί από αυτούς πλέον πολίτες των ΗΠΑ, πολλοί από αυτούς μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς. Είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε (όπως συχνά-πυκνά μας θυμίζουν οι συναγωνιστές από την Κούβα) ότι οι αντεπαναστάτες σε αυτόν τον πληθυσμό αποτελούν μειοψηφία.
Πώς προέκυψαν, λοιπόν, αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες Κουβανοί στις ΗΠΑ;
Καταρχάς, μετανάστευση στις ΗΠΑ υπήρχε και πριν την Επανάσταση, και φυσικά δε μιλάμε μόνο για το Μαρτί που αναφέρθηκε ήδη, αλλά για χιλιάδες Κουβανούς.
Επικεντρώνοντας όμως στην περίοδο μετά την Επανάσταση, ας θυμηθούμε αρχικά ότι η "αφρόκρεμα" της Κουβανικής κοινωνίας: εκμεταλλευτές, τσιράκια των πολυεθνικών, λαμόγια, φεουδάρχες, αιματοβαμμένα στελέχη της στυγνής Δικτατορίας του Μπατίστα, βασανιστές, εκτελεστές (δηλαδή οι Κουβανοί ΕΣΑτζήδες και ταγματασφαλίτες), αλλά και μαφιόζοι, άνθρωποι της νύχτας, χιλιάδες που κέρδιζαν από τα καζίνο, τα καμπαρέ και τα πορνεία της προεπαναστατικής Κούβας, το ‘σκασαν σαν τα ποντίκια μαζί με τα βρώμικα λεφτά τους την νύχτα που οι barbudos, οι γενειοφόροι αντάρτες, έμπαιναν στην Αβάνα, και όπως λέει το τραγούδι, διέκοψαν το πάρτι που κρατούσε δεκαετίες.
Πέρα όμως από αυτούς, με το συγκεκριμένο χαρακτήρα και το συγκεκριμένο ρόλο, τα επόμενα χρόνια πολλές χιλιάδες κουβανοί, άλλοτε μαζικά στις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 ή αντίστοιχα στην αρχή της δεκαετίας του ‘90, με την έναρξη της «Ειδικής Περιόδου», αλλά και άλλες φορές κατά μονάς, αναζήτησαν την τύχη τους δελεασμένοι ίσως από τις Σειρήνες του “καπιταλιστικού παραδείσου”. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν αισθάνονται μίσος για την Επανάσταση, απλά έφυγαν γιατί πίστεψαν ότι οι συνθήκες ζωής τους θα είναι καλύτερες στις ΗΠΑ παρά στην Κούβα. Όνειρο που μπορεί για κάποιους να επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον για κάποια χρόνια, και τουλάχιστον στο επίπεδο των καταναλωτικών αγαθών. Και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν αναλογιστούμε μια σειρά γεγονότα:
Καταρχάς, οι ΗΠΑ παρέχουν σε όσους παράνομα φεύγουν από την Κούβα, σε αντίθεση με το ανθρωποκυνηγητό που επιφυλάσσουν για όλους τους υπόλοιπους Λατινοαμερικάνους, ειδικό καθεστώς, άμεσα δικαίωμα παραμονής, επιδόματα, «πράσινη κάρτα» με προνομιακούς όρους σε σύντομο διάστημα, πολιτικό άσυλο κλπ.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κούβα της «Ειδικής Περιόδου», ήταν μια πολιορκημένη χώρα, ένα Μεσολόγγι του καιρού μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μέσος Κουβανός φτάνει στις ΗΠΑ με ένα τεράστιο κεφάλαιο που του εξασφάλισε δωρεάν το σοσιαλιστικό κράτος, ένα επίπεδο μόρφωσης που θα έπρεπε να ήταν από μεσοαστός και πάνω για να το εξασφαλίσει στις ΗΠΑ.
Η αντεπαναστατική μειοψηφία – η «Μαφία του Μαϊάμι»
Ας επιστρέψουμε όμως σε αυτή την αντεπαναστατική μειοψηφία. Είναι μεν μειοψηφία αλλά μια μειοψηφία ιδιαίτερα δραστήρια. Με πολλούς πόρους οικονομικούς, στήριξη από τα ΜΜΕ και γενικά το σύστημα των ΗΠΑ. Οι ενέργειες τους, όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινούν στην καλύτερη περίπτωση από παράνομες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές αντεπαναστατικής προπαγάνδας και προχωρούν σε παραβιάσεις του εναέριου χώρου, εμπρησμούς, βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, βιολογικό πόλεμο ενάντια σε ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες, την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, την ανατίναξη του αεροπλάνου με τους κουβανούς αθλητές με τα 73 θύματα, το 1976, κάποια από τα οποία ήταν και παιδιά, μια λίστα δηλαδή που τελειωμό δεν έχει.
Όλα αυτά κόστισαν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και αμέτρητα δισεκατομμύρια σε οικονομικές ζημίες.
Υποκείμενα όπως ο Λουίς Ποσάδα Καρίλες ή ο Ορλάντο Μπος, έμμισθοι ρουφιάνοι της CIA που με περηφάνια αναγνωρίζουν δημόσια το ρόλο τους σε πολλές από τις παραπάνω εγκληματικές ενέργειες οι οποίες παραβιάζουν νόμους και των ΗΠΑ, κυκλοφορούν ελεύθεροι στο Μαϊάμι, επί χρόνια προετοιμάζοντας νέες επιθέσεις.
Αυτούς λοιπόν πήγαν να παρακολουθήσουν οι «Πέντε», και όχι να διεξάγουν κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ ή να αποκαλύψουν τα στρατιωτικά τους μυστικά, όπως τελικά κατηγορήθηκαν.
Όταν λοιπόν το 1998 για πολλοστή φορά η κυβέρνηση της Κούβας απαίτησε με τον πιο επίσημο τρόπο και με ντοκουμέντα που εξασφάλισε και η δράση των «Πέντε» από την Ουάσινγκτον να μαζέψει τα μαντρόσκυλα της, σε απάντηση, οι κατασταλτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εξαπέλυσαν ένα πογκρόμ συλλήψεων, όχι όμως ενάντια στους πραγματικούς τρομοκράτες, αλλά ενάντια στους "κατασκόπους του Κάστρο". Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και οι «Πέντε». Τα θύματα αυτού του πογκρόμ πέρασαν αυτά που συχνά βλέπουμε σε Αμερικάνικες ταινίες και σίριαλ, το βλέπουμε όμως πάντα εξωραϊσμένο ή και με μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί αφού στην τηλεόραση πάντα οι κρατούμενοι είναι «οι κακοί»: μαφιόζοι, εγκληματίες, serial killers κλπ.
Μαζί με τους «Πέντε» συνελήφθησαν και μια σειρά άλλοι άνθρωποι, κάποιοι από αυτούς άσχετοι, ενώ κάποιοι, κάτω από το βάρος αυτής της τρομοκρατίας, δέχτηκαν, με αντάλλαγμα την απαλλαγή τους ή την αποδοχή συμβολικών ποινών, να συνεργαστούν με τις κατασταλτικές υπηρεσίες, και σύντομα εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Να αναφέρουμε ότι από τις διώξεις δεν γλίτωσαν και συγγενικά πρόσωπα των Πέντε που κρατήθηκαν χωρίς ουσιαστικές κατηγορίες ως μέσο εκβιασμού και πίεσης, προκειμένου να τους αποσπάσουν αυτές τις χαλκευμένες ομολογίες. Μάταια όμως.
Παρά το εγκλεισμό τους επί 17 μήνες σε σκληρές συνθήκες, σε κελιά τιμωρίας- απομόνωσης, ακόμα και τις απειλές ότι θα εξαντληθούν τα όρια, θα επιβληθεί ακόμα και η θανατική ποινή, και παρά την επτάμηνη δίκη-παρωδία, οι «Πέντε» στάθηκαν όρθιοι, διακηρύττοντας την αθωότητα τους, δηλώνοντας περήφανοι για τις πράξεις τους, και καταγγέλλοντας την καταδίκη τους ως πολιτική καταδίκη.
Το νέο βιβλίο
Στο βιβλίο «Είναι οι φτωχοί που υφίστανται την αγριότητα του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ» που ετοιμάζεται προκειμένου να κυκλοφορήσει στα ελληνικά, μπορεί κανείς να δει την ουσία του συστήματος “δικαιοσύνης” που κατασκευάζει μαζικά ενόχους, καταστρατηγεί το τεκμήριο της αθωότητας, τσακίζει και στιγματίζει ανθρώπους αναγκάζοντας τους να ομολογήσουν ενοχή σε διάφορα πράγματα που δεν έκαναν.
Το ίδιο σύστημα αφήνει ατιμώρητα σοβαρά εγκλήματα, επιτρέποντας σε μεγαλοεγκληματίες, μαφιόζους, καταχραστές, διάσημους, να μένουν αστιγμάτιστοι για τα βαρύτερα εγκλήματα τους, αποδεχόμενοι ελαφρότερες κατηγορίες που εξασφαλίζουν με συμβιβασμό οι ακριβοπληρωμένη δικηγόροι τους, και με τις δημόσιες σχέσεις τους, εκτίοντας τελικά τις ελάχιστες ποινές και μάλιστα σε συνθήκες πολυτελείας.
Μπορεί να δει κανείς την ουσία του συστήματος των φυλακών που αποτελεί πανεπιστήμιο του οργανωμένου εγκλήματος και μηχανή του κιμά για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ΗΠΑ έχουν, με διαφορά, το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων από κάθε άλλη χώρα .
Μέσα σε αυτές τις φυλακές έζησαν 16 χρόνια οι Πέντε. Χωρίς μάλιστα να τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου. Χωρίς επιπλέον να έχουν καν την “πολυτέλεια” να περάσουν αυτά τα χρόνια μαζί με τους συναγωνιστές τους. Καθένας βρέθηκε σε διαμετρικά αντίθετη φυλακή των ΗΠΑ, όπως μπορεί να δει κανείς και στον πίνακα του Αντόνιο που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. (Είναι σημαντικά τα έργα του από τη φυλακή που είναι διαθέσιμα σε δυο εκδόσεις, στα αγγλικά και ισπανικά). Οι «Πέντε» πέρασαν αυτά τα 16 χρόνια ανάμεσα σε κοινούς ποινικούς, και με σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα επικοινωνίας και επίσκεψης από τους οικείους τους, ως και απόλυτες απαγορεύσεις όπως πχ στην περίπτωση του Ρενέ.
Παρόλα αυτά, όπως κανείς μπορεί να διαβάσει και στο βιβλίο, οι «Πέντε», με όπλα αφενός τις αξίες που τους είχε ενσταλάξει η Επανάσταση, και αφετέρου με τα γενικότερα επιτεύγματα της Επανάστασης, κατάφεραν να κερδίσουν την εκτίμηση και τη συμπαράσταση των πολλών συγκρατουμένων τους, ακόμα και το σεβασμό αρκετών δεσμοφυλάκων.
Κατάφεραν να κατακτήσουν ακόμα και κάποιους από τους διορισμένους δικηγόρους τους. Βέβαια κάποιοι από τους αρχικούς δικηγόρους, που διόρισε το δικαστήριο, το έβαλαν στα πόδια όταν κατάλαβαν ότι οι «Πέντε» είναι αποφασισμένοι να συγκρουστούν και δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τον “εύκολο δρόμο” της “ομολογίας”. Υπήρξαν όμως και οι δικηγόροι που, ενώ αρχικά προσέγγισαν τη δικογραφία απλά με μια τιμιότητα και αμεροληψία στα πλαίσια του αστικού επαγγελματισμού τους, στην συνέχεια κερδήθηκαν από το δίκιο της υπόθεσης και το ηθικό ανάστημα των «Πέντε» «και πάλεψαν για αυτούς σα λιοντάρια» όπως λέει ο χαρακτηριστικά ο Ραμόν.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται ότι τα εκατομμύρια των φυλακισμένων στις ΗΠΑ δεν είναι –όπως βλέπουμε στις ταινίες– όλοι διεστραμμένοι εγκληματίες χωρίς γυρισμό. Είναι οι άνθρωποι των γκέτο, τα θύματα του φαύλου κύκλου των ρατσιστικών διακρίσεων, του αποκλεισμού από την εκπαίδευση, του συστήματος των συμμοριών, άνθρωποι που οδηγούνται μαζικά και συστηματικά στο περιθώριο και στη φυλακή. Παρά την οργανωμένη διαδικασία αποκτήνωσης τους όμως, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, η ανιδιοτέλεια, η σύγκρουση με τις ρατσιστικές πρακτικές και τελικά το θάρρος και η αποφασιστικότητα των Πέντε έκανε πολλούς από αυτούς να ανταποκριθούν θετικά, να τους ανταποδώσουν τη στήριξη, και τελικά να κρατήσουν ακόμα και μετά τη φυλακή μαζί τους μια επικοινωνία και σχέση.
Γενικά στη φυλακή και περισσότερο στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που κρατήθηκαν οι «Πέντε», το κλίμα είναι «ο θάνατος σου - η ζωή μου», κάθε συνάντηση είναι μια πρόκληση, μια αναμέτρηση, ένα παιχνίδι ισχύος. Όλοι είναι απότομοι και αγριωποί.
Μέσα σε αυτό το κλίμα μας λέει ο Χεράρδο ότι τον πλησιάζει ξαφνικά ένα μαύρος φυλακισμένος και τον ρωτάει:
Εσύ δεν είσαι που πολέμησες στην Αγκόλα;
Ναι γιατί;
Ό,τι χρειαστείς να έρθεις να μας πεις. Αν χρειαστείς κελί για να μείνεις ή θέση στο εστιατόριο –αν θες– μπορείς να κάθεσαι μαζί μας.
Ή αντίστοιχα, ο Ραμόν αναφέρει ότι ο δεσμοφύλακας που τον υποδέχτηκε στη Φυλακή του Μπομοντ για τον τρομοκρατήσει τον απείλησε "θα σε βάλω με τον χειρότερο Κουβανό, αυτόν που κάνει κουμάντο όλη τη φυλακή". Ο Ραμόν πίστεψε ότι πρόκειται για κάποιο μαφιόζο αντεπαναστάτη. Μετά από μια βδομάδα στην απομόνωση έτσι για το καλωσόρισμα, συναντήθηκε με αυτόν τον αρχηγό, που με δυο μπράβους δεξιά-αριστερά τού λέει με μπλαζέ ύφος:
για έλα εδώ μικρέ… είσαι άκουσα από τους κατασκόπους του Φιντέλ;
ναι είμαι απ' τους άνθρωπος του Φιντέλ, τρέχει τίποτα;
αδερφάκι μου είστε καλοί εσείς... αλλά… αφού είστε άνθρωποι του Φιντέλ
Και μετά έγιναν φίλοι και ακόμα αλληλογραφούν
Πώς κατάφεραν να αντέξουν;
Πέρα από τη στήριξη της Κούβας και τη μαζική ασταμάτητη διεθνιστική αλληλεγγύη, όπως λένε και οι ίδιοι, αυτό που υπήρχε μέσα τους από πριν και τους είχε προετοιμάσει, ήταν οι αξίες της επανάστασης που είχαν από παιδιά αφομοιώσει. Όλοι είχαν περάσει από τις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας και του ΚΚ Κούβας, από τα θρανία της κουβανικής εκπαίδευσης. Τρεις από αυτούς είχαν βρεθεί εθελοντές στην Αγκόλα, ανάμεσα στους σχεδόν 400.000 Κουβανούς που έπαιξαν για 2 δεκαετίες τα νιάτα τους κορώνα- γράμματα για την απελευθέρωση των λαών της Αφρικής από τον ιμπεριαλισμό και το ρατσιστικό απαρτχάιντ.
Όταν αναλάμβαναν την αποστολή τους στις ΗΠΑ, το ενδεχόμενο της φυλακής ήταν ένας κίνδυνος που σίγουρα γνώριζαν, αλλά ένας κίνδυνος που κάποιος που ξεκινάει για την αποστολή ελπίζει ότι μπορεί να αποφύγει. Όταν ξεκίνησαν για τις ΗΠΑ, όμως, ήξεραν καλά και όλα αυτά που αποκλείεται να απέφευγαν. Και εδώ θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που με απασχόλησε, και ακόμα δεν έχω απαντήσει: μήπως τελικά τα χρόνια που δούλευαν στις ΗΠΑ πριν τη σύλληψη τους ήταν ακόμα πιο δύσκολα από τα χρόνια της φυλακής;
Η κυρίαρχη εικόνα του κατασκόπου είναι ο James Bond ή οι πιο μοντέρνες εκδοχές του. Ο μπον-βιβέρ που “φοράει” τις ψεύτικες ταυτότητες με την ευκολία μιας αποκριάτικης μάσκας, αλλάζει τις αποστολές σαν τα πουκάμισα σε κάθε επεισόδιο ή sequel αφιερώνοντας σε κάθε μια μερικές μέρες - άντε μια βδομάδα, που κινείται αποκλειστικά μέσα σε χλιδάτα μπαρ και ακριβά ξενοδοχεία, ξελογιάζει αιθέριες υπάρξεις, χρησιμοποιεί φαντασμαγορικά τεχνολογικά μαραφέτια και αφού εξοντώσει τους κακούς αποχωρεί με πάταγο αγκαλιά με ένα ημίγυμνο μοντέλο που φυσικά θα έχει ξεχάσει στο επόμενο επεισόδιο.
Η πραγματικότητα για τους “δικούς μας” πολεμιστές της σκιάς είναι εντελώς διαφορετική
Όπως λέει ο ποιητής, οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Και αυτά τα σκοτάδια δεν είναι τα φιλικά, για τον υπεράνθρωπο κατάσκοπο της ταινίας, σκοτάδια. Είναι οι σκοτεινοί καιροί, τα σκοτεινά κελιά. Η μοναξιά της ξενιτιάς.
Οι “δικοί μας” μαχητές της σκιάς είναι άνθρωποι που θα πρέπει να αποχωριστούν την πατρίδα και την καθημερινότητα που αγαπούν για χρόνια, πιθανόν για πάντα.
Που για την προστασία των συμμαχητών τους, αν συλληφθούν, μπορεί να μείνουν για καιρό χωρίς δημόσια στήριξη ή αν χαθούν, αν πεθάνουν, να παραμείνουνε για χρόνια αμνημόνευτοι, χωρίς δημόσιο μετάλλιο ή στεφάνι..
Που θα πρέπει να αποχωριστούν την οικογένεια, τους φίλους και τους γνωστούς τους και να διακόψουν πιθανά κάθε σχέση μαζί τους.
Που θα πρέπει, παράλληλα με την ιδιαίτερη αποστολή τους, να δουλεύουν στην οικοδομή, στη λάντζα, στα κούριερ. Άνθρωποι δημιουργικοί, σπουδασμένοι, που θα παρατήσουν την ασφάλεια της Κούβας, και την κοινωνικά δημιουργική εργασία τους, προκειμένου να σφουγγαρίζουν στις ΗΠΑ για “τρεις κι εξήντα” για να υποστηρίξουν την ψεύτικη ταυτότητα που αποτελεί προκάλυμμα τους.
Άνθρωποι που θα αναγκαστούν, επί χρόνια, να συναναστραφούν με υποκείμενα και να εμπλακούν σε καταστάσεις και συμπεριφορές που σιχαίνονται. Θα αναγκαστούν να φορέσουν το lifestyle και να υποκριθούν ότι εμπνέονται από τις αξίες του εχθρού. Φέρνοντας στο νου αυτό που είπε ο Στίρλιτς του Σεμιόνωφ "έζησα τη μισή ζωή μου λύκος ανάμεσα σε λύκους, αλλά την ηθική των λύκων δεν την υιοθέτησα ποτέ".
Αγωνιστές που πιθανά δε θα αλλάξουν ποτέ το όνομα τους ως άλλοι James Bond με κάποιο ευκαιριακό ψευδώνυμο. Θα κρατήσουν το απαράλλαχτο το δικό τους, αλλά προκειμένου να γίνουν δεκτοί στους κύκλους του εχθρού: ως «φυγάδες», «εμιγκρέδες», «αντικαθεστωτικοί», θα πρέπει πρώτα να τσαλακώσουν συστηματικά και πανηγυρικά το όνομα, το επαναστατικό παρελθόν, τη μέχρι τότε δράση τους, να αποξενωθούν από τους δικούς τους. Θα εισπράξουν την αποδοκιμασία του κύκλου τους για την υποτιθέμενη μεταστροφή τους, έχοντας ως μόνο στήριγμα μια επαφή, αραιά και πού, με έναν σύνδεσμο που θα είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που θα γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα και τις θυσίες τους, τον αληθινό σκοπό, τη δέσμευση και σταθερότητα τους.
Ο Ραμόν, για παράδειγμα, όταν το 1998, όντας ήδη σε αποστολή, είδε για τελευταία φορά την ετοιμοθάνατη μητέρα του (αγωνίστρια και εκείνη ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα) δεν της είπε, και τελικά δεν πρόλαβε ποτέ να της πει, τι πραγματικά κάνει στις ΗΠΑ. Ότι δεν είναι απλά άλλος ένας που γλυκάθηκε από τον καπιταλισμό και αρνήθηκε την Επανάσταση, αλλά αντίθετα παραμένει στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της.
Τρεις από αυτούς χωρίστηκαν βίαια από τα παιδιά τους, ο Χεράρδο πρόλαβε να αποκτήσει παιδί κοντά στα 50 του με την απελευθέρωση του, ενώ ο Φερνάντο και η γυναίκα του Ρόσα Αουρόρα δεν τα κατάφεραν παρά την βαθιά επιθυμία τους.
Πληροφορίες για όλα αυτά μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο που προανέφερα, "Οι πέντε κουβανοί αγωνιστές στις φυλακές των ΗΠΑ" που κυκλοφορεί από το 2012, και αφορά την υπόθεση τους και στοιχεία για τον καθένα τους.
Περισσότερα για τις εμπειρίες σχετικά με τις φυλακές των ΗΠΑ, στο βιβλίο που ετοιμάζουμε αυτή την περίοδο, και μέχρι σήμερα είναι διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά και στα ισπανικά με τίτλο: "Είναι οι φτωχοί που υφίστανται την αγριότητα του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ".
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ και σε μια σειρά άλλα βιβλία που καταγράφουν με γλαφυρό τρόπο την ασταμάτητη επίθεση του ιμπεριαλισμού ενάντια στο Νησί της Επανάστασης αλλά και την ακλόνητη, ανυπόταχτη αντίσταση του λαού, και του επαναστατικού κράτους της Κούβας. Βιβλία λογοτεχνικά, μυθοπλασίας, που όμως δεν αποτελούν ονειροφαντασίες αλλά συμπύκνωση γεγονότων. Μυθοπλασία που σαν φακός αναδεικνύει την ουσία των γεγονότων και το πνεύμα, αν όχι πάντα και το γράμμα, της Ιστορίας, κάποιες φορές μάλιστα αποτελεσματικότερα από ντοκιμαντέρ ή ιστοριογραφία.
Αναφέρθηκα προηγούμενα στον Στίρλιτς, τον φανταστικό σοβιετικό κατάσκοπο απ' το αριστουργηματικό βιβλίο «Δεκαεφτά στιγμές της Άνοιξης» που για δεκαετίες φόρεσε την αποκρουστική στολή των SS προκειμένου να κατασκοπεύσει το Ράιχ. Τον λογοτεχνικό χαρακτήρα, που στο μυαλό και την καρδιά εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, υπήρξε πιο πραγματικός και από συγγενής τους. Για αυτόν, ο δημιουργός του είχε πει: "συχνά με ρωτούν πολλοί αναγνώστες αν ο Στίρλιτς υπήρξε στα αλήθεια; […] φυσικά, ο Στίρλιτς είναι μια επινόηση ή μάλλον μια γενίκευση. Δεν υπήρξε ένα συγκεκριμένος Στίρλιτς [..] υπήρξαν αρκετοί τέτοιοι..."
Πέρα όμως από το μακρινό Απρίλη του 1945, πολλά τέτοια βιβλία υπάρχουν και για την Κούβα, που περιγράφουν ανθρώπους σας τους «Πέντε», και θα ήθελα να αναφέρω μερικά:
«Επιχείρηση Joy», το πρώτο έργο του Daniel Chavarria (Ντανιέλ Τσαβαρία) ένα υπέροχο βιβλίο που είναι ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό πολιτικό/κατασκοπικό θρίλερ, και μια γλαφυρή αποτύπωση των προσπαθειών της CIA να καταστρέψει την Κουβανική γεωργία με βιολογικό πόλεμο τη δεκαετία του 1970.
«Η τελευταία επιστροφή», που όπως επιγράφεται εισαγωγικά «στηρίχτηκε σε αληθινά γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησαν πράκτορες της κουβανικής κρατικής ασφάλειας». Γραμμένο από τον Χουάν Κάρλος Ροδρίγες Κρους, που υπήρξε και ο ίδιος στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών της Κούβας.
«Το Μαϊάμι και πάλι», του Λεονέλο Αβεγιο Μέσα, για ανθρώπους σαν τους Πέντε.
Αλλά και το «Εξομολογήσεις ενός μοναχού», εξομολογήσεις από τα άδυτα του Εθνικού Κουβανό-Αμερικανικού Ινστιτούτου ενός “ευαγούς” παραμάγαζου της CIA που προωθεί… τι άλλο; …την ελευθερία και τη δημοκρατία στην Κούβα.
Τα παραπάνω βιβλία είναι των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή, σίγουρα δεν είναι τα μοναδικά, πχ αναφορές υπάρχουν και σε άλλα βιβλία του Τσαβαρία, όπως πχ στο «Χαιρετίσματα στο θείο»
Μια μεγάλη νίκη ένα μεγάλο δίδαγμα
Η απελευθέρωση των «Πέντε», πριν 2 χρόνια, ήταν μια μεγάλη νίκη της Κούβας και του κινήματος αλληλεγγύης εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Ήταν άλλωστε αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας.
Είναι η μεγάλη νίκη ενός αγώνα που πρέπει όχι μόνο να γιορτάζουμε αλλά και να μελετάμε. Να τη μελετάμε τόσο για να παίρνουμε κουράγιο όσο και για να καταστρώνουμε τη μελλοντική δουλειά της αλληλεγγύης μας.
Να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν ακόμα αγωνιστές στη φυλακές των ΗΠΑ, οι υποθέσεις τους μπορεί να μην ταυτίζονται με των Πέντε, αλλά πάλευαν και αυτοί στην ίδια αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, και είναι θύματα της ίδια «κρεατομηχανής» του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα ο Πορτορικάνος Οσκαρ Λοπεζ Ριβέρα. μετά από 35 χρόνια στη φυλακή, είδε τελικά την ποινή του να μειώνεται πριν μερικές εβδομάδες από τον Ομπάμα, αλλά ακόμα δεν έχει αποφυλακιστεί. και με όσα γίνονται στις ΗΠΑ, εγώ λέω ας έχουμε το νου μας.
Άλλο παράδειγμα είναι η Άνα Μπελέν Μόντες που παραμένει στη φυλακή, σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, εδώ και 15 χρόνια, καταδικασμένη σε πολλά ακόμα, «για προδοσία», επειδή όπως λέει η ίδια: συνέβαλε στο να εμποδιστούν πολεμοχαρή σχέδια και άλλες υπονομευτικές ενέργειες των ΗΠΑ χωρίς να πάρει πότε καμία αμοιβή, από αγάπη τόσο για το λαό των ΗΠΑ όσο και για το Νησί της Επανάστασης, και όλα αυτά από τη θέση της ως στέλεχος της DIA (Στρατιωτική Κατασκοπία των ΗΠΑ).
Άλλωστε ο αγώνας δεν τελείωσε: οι «Πέντε» πριν 2 χρόνια κατά τη διάρκεια της σχετικής τελετής απονομής, αφιέρωσαν το παράσημο τους ανάμεσα σε άλλους και «στους ανώνυμους ήρωες και ηρωίδες που ποτέ δεν είχαν ή δε θα έχουν τη δυνατότητα για μια αντίστοιχη δημόσια τιμή… σε αυτούς που έδωσαν και εξακολουθούν τα δίνουν τη μάχη από άγνωστα χαρακώματα»
Η Κούβα μπορεί να ανέκτησαν διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα μέλι-γάλα, όπως αφενός πολλοί πιστεύουν καλοπροαίρετα, και αφετέρου άλλοι κακοπροαίρετα και μεθοδικά προπαγανδίζουν. Η Κούβα διακηρύσσει ότι οι σχέσεις δεν μπορούν να είναι ούτε ομαλές, ούτε κανονικές:
όσο ο εγκληματικός αποκλεισμός γνωστός ως εμπάργκο παραμένει
όσο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν παράνομα το Γουαντάναμο
όσο εξακολουθεί από τις ΗΠΑ η υπόθαλψη εγκληματικών ενεργειών δολιοφθοράς και υπονόμευσης της Κουβανικής Επανάστασης
όσο δεν υπάρχει αποζημίωση για τις τεράστιες βλάβες που έχουν προκληθεί
Ο αγώνας μας λοιπόν συνεχίζεται και είμαστε όλοι απαραίτητοι σε αυτόν
Πέρα όμως από αυτούς, με το συγκεκριμένο χαρακτήρα και το συγκεκριμένο ρόλο, τα επόμενα χρόνια πολλές χιλιάδες κουβανοί, άλλοτε μαζικά στις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 ή αντίστοιχα στην αρχή της δεκαετίας του ‘90, με την έναρξη της «Ειδικής Περιόδου», αλλά και άλλες φορές κατά μονάς, αναζήτησαν την τύχη τους δελεασμένοι ίσως από τις Σειρήνες του “καπιταλιστικού παραδείσου”. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν αισθάνονται μίσος για την Επανάσταση, απλά έφυγαν γιατί πίστεψαν ότι οι συνθήκες ζωής τους θα είναι καλύτερες στις ΗΠΑ παρά στην Κούβα. Όνειρο που μπορεί για κάποιους να επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον για κάποια χρόνια, και τουλάχιστον στο επίπεδο των καταναλωτικών αγαθών. Και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν αναλογιστούμε μια σειρά γεγονότα:
Καταρχάς, οι ΗΠΑ παρέχουν σε όσους παράνομα φεύγουν από την Κούβα, σε αντίθεση με το ανθρωποκυνηγητό που επιφυλάσσουν για όλους τους υπόλοιπους Λατινοαμερικάνους, ειδικό καθεστώς, άμεσα δικαίωμα παραμονής, επιδόματα, «πράσινη κάρτα» με προνομιακούς όρους σε σύντομο διάστημα, πολιτικό άσυλο κλπ.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κούβα της «Ειδικής Περιόδου», ήταν μια πολιορκημένη χώρα, ένα Μεσολόγγι του καιρού μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μέσος Κουβανός φτάνει στις ΗΠΑ με ένα τεράστιο κεφάλαιο που του εξασφάλισε δωρεάν το σοσιαλιστικό κράτος, ένα επίπεδο μόρφωσης που θα έπρεπε να ήταν από μεσοαστός και πάνω για να το εξασφαλίσει στις ΗΠΑ.
Η αντεπαναστατική μειοψηφία – η «Μαφία του Μαϊάμι»
Ας επιστρέψουμε όμως σε αυτή την αντεπαναστατική μειοψηφία. Είναι μεν μειοψηφία αλλά μια μειοψηφία ιδιαίτερα δραστήρια. Με πολλούς πόρους οικονομικούς, στήριξη από τα ΜΜΕ και γενικά το σύστημα των ΗΠΑ. Οι ενέργειες τους, όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινούν στην καλύτερη περίπτωση από παράνομες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές αντεπαναστατικής προπαγάνδας και προχωρούν σε παραβιάσεις του εναέριου χώρου, εμπρησμούς, βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, βιολογικό πόλεμο ενάντια σε ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες, την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, την ανατίναξη του αεροπλάνου με τους κουβανούς αθλητές με τα 73 θύματα, το 1976, κάποια από τα οποία ήταν και παιδιά, μια λίστα δηλαδή που τελειωμό δεν έχει.
Όλα αυτά κόστισαν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και αμέτρητα δισεκατομμύρια σε οικονομικές ζημίες.
Υποκείμενα όπως ο Λουίς Ποσάδα Καρίλες ή ο Ορλάντο Μπος, έμμισθοι ρουφιάνοι της CIA που με περηφάνια αναγνωρίζουν δημόσια το ρόλο τους σε πολλές από τις παραπάνω εγκληματικές ενέργειες οι οποίες παραβιάζουν νόμους και των ΗΠΑ, κυκλοφορούν ελεύθεροι στο Μαϊάμι, επί χρόνια προετοιμάζοντας νέες επιθέσεις.
Αυτούς λοιπόν πήγαν να παρακολουθήσουν οι «Πέντε», και όχι να διεξάγουν κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ ή να αποκαλύψουν τα στρατιωτικά τους μυστικά, όπως τελικά κατηγορήθηκαν.
Όταν λοιπόν το 1998 για πολλοστή φορά η κυβέρνηση της Κούβας απαίτησε με τον πιο επίσημο τρόπο και με ντοκουμέντα που εξασφάλισε και η δράση των «Πέντε» από την Ουάσινγκτον να μαζέψει τα μαντρόσκυλα της, σε απάντηση, οι κατασταλτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εξαπέλυσαν ένα πογκρόμ συλλήψεων, όχι όμως ενάντια στους πραγματικούς τρομοκράτες, αλλά ενάντια στους "κατασκόπους του Κάστρο". Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και οι «Πέντε». Τα θύματα αυτού του πογκρόμ πέρασαν αυτά που συχνά βλέπουμε σε Αμερικάνικες ταινίες και σίριαλ, το βλέπουμε όμως πάντα εξωραϊσμένο ή και με μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί αφού στην τηλεόραση πάντα οι κρατούμενοι είναι «οι κακοί»: μαφιόζοι, εγκληματίες, serial killers κλπ.
Μαζί με τους «Πέντε» συνελήφθησαν και μια σειρά άλλοι άνθρωποι, κάποιοι από αυτούς άσχετοι, ενώ κάποιοι, κάτω από το βάρος αυτής της τρομοκρατίας, δέχτηκαν, με αντάλλαγμα την απαλλαγή τους ή την αποδοχή συμβολικών ποινών, να συνεργαστούν με τις κατασταλτικές υπηρεσίες, και σύντομα εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Να αναφέρουμε ότι από τις διώξεις δεν γλίτωσαν και συγγενικά πρόσωπα των Πέντε που κρατήθηκαν χωρίς ουσιαστικές κατηγορίες ως μέσο εκβιασμού και πίεσης, προκειμένου να τους αποσπάσουν αυτές τις χαλκευμένες ομολογίες. Μάταια όμως.
Παρά το εγκλεισμό τους επί 17 μήνες σε σκληρές συνθήκες, σε κελιά τιμωρίας- απομόνωσης, ακόμα και τις απειλές ότι θα εξαντληθούν τα όρια, θα επιβληθεί ακόμα και η θανατική ποινή, και παρά την επτάμηνη δίκη-παρωδία, οι «Πέντε» στάθηκαν όρθιοι, διακηρύττοντας την αθωότητα τους, δηλώνοντας περήφανοι για τις πράξεις τους, και καταγγέλλοντας την καταδίκη τους ως πολιτική καταδίκη.
Το νέο βιβλίο
Στο βιβλίο «Είναι οι φτωχοί που υφίστανται την αγριότητα του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ» που ετοιμάζεται προκειμένου να κυκλοφορήσει στα ελληνικά, μπορεί κανείς να δει την ουσία του συστήματος “δικαιοσύνης” που κατασκευάζει μαζικά ενόχους, καταστρατηγεί το τεκμήριο της αθωότητας, τσακίζει και στιγματίζει ανθρώπους αναγκάζοντας τους να ομολογήσουν ενοχή σε διάφορα πράγματα που δεν έκαναν.
Το ίδιο σύστημα αφήνει ατιμώρητα σοβαρά εγκλήματα, επιτρέποντας σε μεγαλοεγκληματίες, μαφιόζους, καταχραστές, διάσημους, να μένουν αστιγμάτιστοι για τα βαρύτερα εγκλήματα τους, αποδεχόμενοι ελαφρότερες κατηγορίες που εξασφαλίζουν με συμβιβασμό οι ακριβοπληρωμένη δικηγόροι τους, και με τις δημόσιες σχέσεις τους, εκτίοντας τελικά τις ελάχιστες ποινές και μάλιστα σε συνθήκες πολυτελείας.
Μπορεί να δει κανείς την ουσία του συστήματος των φυλακών που αποτελεί πανεπιστήμιο του οργανωμένου εγκλήματος και μηχανή του κιμά για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ΗΠΑ έχουν, με διαφορά, το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων από κάθε άλλη χώρα .
Μέσα σε αυτές τις φυλακές έζησαν 16 χρόνια οι Πέντε. Χωρίς μάλιστα να τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου. Χωρίς επιπλέον να έχουν καν την “πολυτέλεια” να περάσουν αυτά τα χρόνια μαζί με τους συναγωνιστές τους. Καθένας βρέθηκε σε διαμετρικά αντίθετη φυλακή των ΗΠΑ, όπως μπορεί να δει κανείς και στον πίνακα του Αντόνιο που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. (Είναι σημαντικά τα έργα του από τη φυλακή που είναι διαθέσιμα σε δυο εκδόσεις, στα αγγλικά και ισπανικά). Οι «Πέντε» πέρασαν αυτά τα 16 χρόνια ανάμεσα σε κοινούς ποινικούς, και με σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα επικοινωνίας και επίσκεψης από τους οικείους τους, ως και απόλυτες απαγορεύσεις όπως πχ στην περίπτωση του Ρενέ.
Παρόλα αυτά, όπως κανείς μπορεί να διαβάσει και στο βιβλίο, οι «Πέντε», με όπλα αφενός τις αξίες που τους είχε ενσταλάξει η Επανάσταση, και αφετέρου με τα γενικότερα επιτεύγματα της Επανάστασης, κατάφεραν να κερδίσουν την εκτίμηση και τη συμπαράσταση των πολλών συγκρατουμένων τους, ακόμα και το σεβασμό αρκετών δεσμοφυλάκων.
Κατάφεραν να κατακτήσουν ακόμα και κάποιους από τους διορισμένους δικηγόρους τους. Βέβαια κάποιοι από τους αρχικούς δικηγόρους, που διόρισε το δικαστήριο, το έβαλαν στα πόδια όταν κατάλαβαν ότι οι «Πέντε» είναι αποφασισμένοι να συγκρουστούν και δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τον “εύκολο δρόμο” της “ομολογίας”. Υπήρξαν όμως και οι δικηγόροι που, ενώ αρχικά προσέγγισαν τη δικογραφία απλά με μια τιμιότητα και αμεροληψία στα πλαίσια του αστικού επαγγελματισμού τους, στην συνέχεια κερδήθηκαν από το δίκιο της υπόθεσης και το ηθικό ανάστημα των «Πέντε» «και πάλεψαν για αυτούς σα λιοντάρια» όπως λέει ο χαρακτηριστικά ο Ραμόν.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται ότι τα εκατομμύρια των φυλακισμένων στις ΗΠΑ δεν είναι –όπως βλέπουμε στις ταινίες– όλοι διεστραμμένοι εγκληματίες χωρίς γυρισμό. Είναι οι άνθρωποι των γκέτο, τα θύματα του φαύλου κύκλου των ρατσιστικών διακρίσεων, του αποκλεισμού από την εκπαίδευση, του συστήματος των συμμοριών, άνθρωποι που οδηγούνται μαζικά και συστηματικά στο περιθώριο και στη φυλακή. Παρά την οργανωμένη διαδικασία αποκτήνωσης τους όμως, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, η ανιδιοτέλεια, η σύγκρουση με τις ρατσιστικές πρακτικές και τελικά το θάρρος και η αποφασιστικότητα των Πέντε έκανε πολλούς από αυτούς να ανταποκριθούν θετικά, να τους ανταποδώσουν τη στήριξη, και τελικά να κρατήσουν ακόμα και μετά τη φυλακή μαζί τους μια επικοινωνία και σχέση.
Γενικά στη φυλακή και περισσότερο στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που κρατήθηκαν οι «Πέντε», το κλίμα είναι «ο θάνατος σου - η ζωή μου», κάθε συνάντηση είναι μια πρόκληση, μια αναμέτρηση, ένα παιχνίδι ισχύος. Όλοι είναι απότομοι και αγριωποί.
Μέσα σε αυτό το κλίμα μας λέει ο Χεράρδο ότι τον πλησιάζει ξαφνικά ένα μαύρος φυλακισμένος και τον ρωτάει:
Εσύ δεν είσαι που πολέμησες στην Αγκόλα;
Ναι γιατί;
Ό,τι χρειαστείς να έρθεις να μας πεις. Αν χρειαστείς κελί για να μείνεις ή θέση στο εστιατόριο –αν θες– μπορείς να κάθεσαι μαζί μας.
Ή αντίστοιχα, ο Ραμόν αναφέρει ότι ο δεσμοφύλακας που τον υποδέχτηκε στη Φυλακή του Μπομοντ για τον τρομοκρατήσει τον απείλησε "θα σε βάλω με τον χειρότερο Κουβανό, αυτόν που κάνει κουμάντο όλη τη φυλακή". Ο Ραμόν πίστεψε ότι πρόκειται για κάποιο μαφιόζο αντεπαναστάτη. Μετά από μια βδομάδα στην απομόνωση έτσι για το καλωσόρισμα, συναντήθηκε με αυτόν τον αρχηγό, που με δυο μπράβους δεξιά-αριστερά τού λέει με μπλαζέ ύφος:
για έλα εδώ μικρέ… είσαι άκουσα από τους κατασκόπους του Φιντέλ;
ναι είμαι απ' τους άνθρωπος του Φιντέλ, τρέχει τίποτα;
αδερφάκι μου είστε καλοί εσείς... αλλά… αφού είστε άνθρωποι του Φιντέλ
Και μετά έγιναν φίλοι και ακόμα αλληλογραφούν
Πώς κατάφεραν να αντέξουν;
Πέρα από τη στήριξη της Κούβας και τη μαζική ασταμάτητη διεθνιστική αλληλεγγύη, όπως λένε και οι ίδιοι, αυτό που υπήρχε μέσα τους από πριν και τους είχε προετοιμάσει, ήταν οι αξίες της επανάστασης που είχαν από παιδιά αφομοιώσει. Όλοι είχαν περάσει από τις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας και του ΚΚ Κούβας, από τα θρανία της κουβανικής εκπαίδευσης. Τρεις από αυτούς είχαν βρεθεί εθελοντές στην Αγκόλα, ανάμεσα στους σχεδόν 400.000 Κουβανούς που έπαιξαν για 2 δεκαετίες τα νιάτα τους κορώνα- γράμματα για την απελευθέρωση των λαών της Αφρικής από τον ιμπεριαλισμό και το ρατσιστικό απαρτχάιντ.
Όταν αναλάμβαναν την αποστολή τους στις ΗΠΑ, το ενδεχόμενο της φυλακής ήταν ένας κίνδυνος που σίγουρα γνώριζαν, αλλά ένας κίνδυνος που κάποιος που ξεκινάει για την αποστολή ελπίζει ότι μπορεί να αποφύγει. Όταν ξεκίνησαν για τις ΗΠΑ, όμως, ήξεραν καλά και όλα αυτά που αποκλείεται να απέφευγαν. Και εδώ θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που με απασχόλησε, και ακόμα δεν έχω απαντήσει: μήπως τελικά τα χρόνια που δούλευαν στις ΗΠΑ πριν τη σύλληψη τους ήταν ακόμα πιο δύσκολα από τα χρόνια της φυλακής;
Η κυρίαρχη εικόνα του κατασκόπου είναι ο James Bond ή οι πιο μοντέρνες εκδοχές του. Ο μπον-βιβέρ που “φοράει” τις ψεύτικες ταυτότητες με την ευκολία μιας αποκριάτικης μάσκας, αλλάζει τις αποστολές σαν τα πουκάμισα σε κάθε επεισόδιο ή sequel αφιερώνοντας σε κάθε μια μερικές μέρες - άντε μια βδομάδα, που κινείται αποκλειστικά μέσα σε χλιδάτα μπαρ και ακριβά ξενοδοχεία, ξελογιάζει αιθέριες υπάρξεις, χρησιμοποιεί φαντασμαγορικά τεχνολογικά μαραφέτια και αφού εξοντώσει τους κακούς αποχωρεί με πάταγο αγκαλιά με ένα ημίγυμνο μοντέλο που φυσικά θα έχει ξεχάσει στο επόμενο επεισόδιο.
Η πραγματικότητα για τους “δικούς μας” πολεμιστές της σκιάς είναι εντελώς διαφορετική
Όπως λέει ο ποιητής, οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Και αυτά τα σκοτάδια δεν είναι τα φιλικά, για τον υπεράνθρωπο κατάσκοπο της ταινίας, σκοτάδια. Είναι οι σκοτεινοί καιροί, τα σκοτεινά κελιά. Η μοναξιά της ξενιτιάς.
Οι “δικοί μας” μαχητές της σκιάς είναι άνθρωποι που θα πρέπει να αποχωριστούν την πατρίδα και την καθημερινότητα που αγαπούν για χρόνια, πιθανόν για πάντα.
Που για την προστασία των συμμαχητών τους, αν συλληφθούν, μπορεί να μείνουν για καιρό χωρίς δημόσια στήριξη ή αν χαθούν, αν πεθάνουν, να παραμείνουνε για χρόνια αμνημόνευτοι, χωρίς δημόσιο μετάλλιο ή στεφάνι..
Που θα πρέπει να αποχωριστούν την οικογένεια, τους φίλους και τους γνωστούς τους και να διακόψουν πιθανά κάθε σχέση μαζί τους.
Που θα πρέπει, παράλληλα με την ιδιαίτερη αποστολή τους, να δουλεύουν στην οικοδομή, στη λάντζα, στα κούριερ. Άνθρωποι δημιουργικοί, σπουδασμένοι, που θα παρατήσουν την ασφάλεια της Κούβας, και την κοινωνικά δημιουργική εργασία τους, προκειμένου να σφουγγαρίζουν στις ΗΠΑ για “τρεις κι εξήντα” για να υποστηρίξουν την ψεύτικη ταυτότητα που αποτελεί προκάλυμμα τους.
Άνθρωποι που θα αναγκαστούν, επί χρόνια, να συναναστραφούν με υποκείμενα και να εμπλακούν σε καταστάσεις και συμπεριφορές που σιχαίνονται. Θα αναγκαστούν να φορέσουν το lifestyle και να υποκριθούν ότι εμπνέονται από τις αξίες του εχθρού. Φέρνοντας στο νου αυτό που είπε ο Στίρλιτς του Σεμιόνωφ "έζησα τη μισή ζωή μου λύκος ανάμεσα σε λύκους, αλλά την ηθική των λύκων δεν την υιοθέτησα ποτέ".
Αγωνιστές που πιθανά δε θα αλλάξουν ποτέ το όνομα τους ως άλλοι James Bond με κάποιο ευκαιριακό ψευδώνυμο. Θα κρατήσουν το απαράλλαχτο το δικό τους, αλλά προκειμένου να γίνουν δεκτοί στους κύκλους του εχθρού: ως «φυγάδες», «εμιγκρέδες», «αντικαθεστωτικοί», θα πρέπει πρώτα να τσαλακώσουν συστηματικά και πανηγυρικά το όνομα, το επαναστατικό παρελθόν, τη μέχρι τότε δράση τους, να αποξενωθούν από τους δικούς τους. Θα εισπράξουν την αποδοκιμασία του κύκλου τους για την υποτιθέμενη μεταστροφή τους, έχοντας ως μόνο στήριγμα μια επαφή, αραιά και πού, με έναν σύνδεσμο που θα είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που θα γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα και τις θυσίες τους, τον αληθινό σκοπό, τη δέσμευση και σταθερότητα τους.
Ο Ραμόν, για παράδειγμα, όταν το 1998, όντας ήδη σε αποστολή, είδε για τελευταία φορά την ετοιμοθάνατη μητέρα του (αγωνίστρια και εκείνη ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα) δεν της είπε, και τελικά δεν πρόλαβε ποτέ να της πει, τι πραγματικά κάνει στις ΗΠΑ. Ότι δεν είναι απλά άλλος ένας που γλυκάθηκε από τον καπιταλισμό και αρνήθηκε την Επανάσταση, αλλά αντίθετα παραμένει στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της.
Τρεις από αυτούς χωρίστηκαν βίαια από τα παιδιά τους, ο Χεράρδο πρόλαβε να αποκτήσει παιδί κοντά στα 50 του με την απελευθέρωση του, ενώ ο Φερνάντο και η γυναίκα του Ρόσα Αουρόρα δεν τα κατάφεραν παρά την βαθιά επιθυμία τους.
Πληροφορίες για όλα αυτά μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο που προανέφερα, "Οι πέντε κουβανοί αγωνιστές στις φυλακές των ΗΠΑ" που κυκλοφορεί από το 2012, και αφορά την υπόθεση τους και στοιχεία για τον καθένα τους.
Περισσότερα για τις εμπειρίες σχετικά με τις φυλακές των ΗΠΑ, στο βιβλίο που ετοιμάζουμε αυτή την περίοδο, και μέχρι σήμερα είναι διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά και στα ισπανικά με τίτλο: "Είναι οι φτωχοί που υφίστανται την αγριότητα του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ".
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ και σε μια σειρά άλλα βιβλία που καταγράφουν με γλαφυρό τρόπο την ασταμάτητη επίθεση του ιμπεριαλισμού ενάντια στο Νησί της Επανάστασης αλλά και την ακλόνητη, ανυπόταχτη αντίσταση του λαού, και του επαναστατικού κράτους της Κούβας. Βιβλία λογοτεχνικά, μυθοπλασίας, που όμως δεν αποτελούν ονειροφαντασίες αλλά συμπύκνωση γεγονότων. Μυθοπλασία που σαν φακός αναδεικνύει την ουσία των γεγονότων και το πνεύμα, αν όχι πάντα και το γράμμα, της Ιστορίας, κάποιες φορές μάλιστα αποτελεσματικότερα από ντοκιμαντέρ ή ιστοριογραφία.
Αναφέρθηκα προηγούμενα στον Στίρλιτς, τον φανταστικό σοβιετικό κατάσκοπο απ' το αριστουργηματικό βιβλίο «Δεκαεφτά στιγμές της Άνοιξης» που για δεκαετίες φόρεσε την αποκρουστική στολή των SS προκειμένου να κατασκοπεύσει το Ράιχ. Τον λογοτεχνικό χαρακτήρα, που στο μυαλό και την καρδιά εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, υπήρξε πιο πραγματικός και από συγγενής τους. Για αυτόν, ο δημιουργός του είχε πει: "συχνά με ρωτούν πολλοί αναγνώστες αν ο Στίρλιτς υπήρξε στα αλήθεια; […] φυσικά, ο Στίρλιτς είναι μια επινόηση ή μάλλον μια γενίκευση. Δεν υπήρξε ένα συγκεκριμένος Στίρλιτς [..] υπήρξαν αρκετοί τέτοιοι..."
Πέρα όμως από το μακρινό Απρίλη του 1945, πολλά τέτοια βιβλία υπάρχουν και για την Κούβα, που περιγράφουν ανθρώπους σας τους «Πέντε», και θα ήθελα να αναφέρω μερικά:
«Επιχείρηση Joy», το πρώτο έργο του Daniel Chavarria (Ντανιέλ Τσαβαρία) ένα υπέροχο βιβλίο που είναι ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό πολιτικό/κατασκοπικό θρίλερ, και μια γλαφυρή αποτύπωση των προσπαθειών της CIA να καταστρέψει την Κουβανική γεωργία με βιολογικό πόλεμο τη δεκαετία του 1970.
«Η τελευταία επιστροφή», που όπως επιγράφεται εισαγωγικά «στηρίχτηκε σε αληθινά γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησαν πράκτορες της κουβανικής κρατικής ασφάλειας». Γραμμένο από τον Χουάν Κάρλος Ροδρίγες Κρους, που υπήρξε και ο ίδιος στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών της Κούβας.
«Το Μαϊάμι και πάλι», του Λεονέλο Αβεγιο Μέσα, για ανθρώπους σαν τους Πέντε.
Αλλά και το «Εξομολογήσεις ενός μοναχού», εξομολογήσεις από τα άδυτα του Εθνικού Κουβανό-Αμερικανικού Ινστιτούτου ενός “ευαγούς” παραμάγαζου της CIA που προωθεί… τι άλλο; …την ελευθερία και τη δημοκρατία στην Κούβα.
Τα παραπάνω βιβλία είναι των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή, σίγουρα δεν είναι τα μοναδικά, πχ αναφορές υπάρχουν και σε άλλα βιβλία του Τσαβαρία, όπως πχ στο «Χαιρετίσματα στο θείο»
Μια μεγάλη νίκη ένα μεγάλο δίδαγμα
Η απελευθέρωση των «Πέντε», πριν 2 χρόνια, ήταν μια μεγάλη νίκη της Κούβας και του κινήματος αλληλεγγύης εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Ήταν άλλωστε αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας.
Είναι η μεγάλη νίκη ενός αγώνα που πρέπει όχι μόνο να γιορτάζουμε αλλά και να μελετάμε. Να τη μελετάμε τόσο για να παίρνουμε κουράγιο όσο και για να καταστρώνουμε τη μελλοντική δουλειά της αλληλεγγύης μας.
Να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν ακόμα αγωνιστές στη φυλακές των ΗΠΑ, οι υποθέσεις τους μπορεί να μην ταυτίζονται με των Πέντε, αλλά πάλευαν και αυτοί στην ίδια αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, και είναι θύματα της ίδια «κρεατομηχανής» του συστήματος “δικαιοσύνης” των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα ο Πορτορικάνος Οσκαρ Λοπεζ Ριβέρα. μετά από 35 χρόνια στη φυλακή, είδε τελικά την ποινή του να μειώνεται πριν μερικές εβδομάδες από τον Ομπάμα, αλλά ακόμα δεν έχει αποφυλακιστεί. και με όσα γίνονται στις ΗΠΑ, εγώ λέω ας έχουμε το νου μας.
Άλλο παράδειγμα είναι η Άνα Μπελέν Μόντες που παραμένει στη φυλακή, σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, εδώ και 15 χρόνια, καταδικασμένη σε πολλά ακόμα, «για προδοσία», επειδή όπως λέει η ίδια: συνέβαλε στο να εμποδιστούν πολεμοχαρή σχέδια και άλλες υπονομευτικές ενέργειες των ΗΠΑ χωρίς να πάρει πότε καμία αμοιβή, από αγάπη τόσο για το λαό των ΗΠΑ όσο και για το Νησί της Επανάστασης, και όλα αυτά από τη θέση της ως στέλεχος της DIA (Στρατιωτική Κατασκοπία των ΗΠΑ).
Άλλωστε ο αγώνας δεν τελείωσε: οι «Πέντε» πριν 2 χρόνια κατά τη διάρκεια της σχετικής τελετής απονομής, αφιέρωσαν το παράσημο τους ανάμεσα σε άλλους και «στους ανώνυμους ήρωες και ηρωίδες που ποτέ δεν είχαν ή δε θα έχουν τη δυνατότητα για μια αντίστοιχη δημόσια τιμή… σε αυτούς που έδωσαν και εξακολουθούν τα δίνουν τη μάχη από άγνωστα χαρακώματα»
Η Κούβα μπορεί να ανέκτησαν διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα μέλι-γάλα, όπως αφενός πολλοί πιστεύουν καλοπροαίρετα, και αφετέρου άλλοι κακοπροαίρετα και μεθοδικά προπαγανδίζουν. Η Κούβα διακηρύσσει ότι οι σχέσεις δεν μπορούν να είναι ούτε ομαλές, ούτε κανονικές:
όσο ο εγκληματικός αποκλεισμός γνωστός ως εμπάργκο παραμένει
όσο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν παράνομα το Γουαντάναμο
όσο εξακολουθεί από τις ΗΠΑ η υπόθαλψη εγκληματικών ενεργειών δολιοφθοράς και υπονόμευσης της Κουβανικής Επανάστασης
όσο δεν υπάρχει αποζημίωση για τις τεράστιες βλάβες που έχουν προκληθεί
Ο αγώνας μας λοιπόν συνεχίζεται και είμαστε όλοι απαραίτητοι σε αυτόν